- οβελισμός
- οσημάδεμα στο περιθώριο χειρόγραφου με οριζόντια γραμμή (οβελό), ότι το τμήμα αυτό του κειμένου είναι νόθο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀβελισμός — marking with the obelus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβελισμός — ο (Α ὀβελισμός) [οβελίζω] σημείωση με οβελό στο άκρο χειρογράφου ως επισήμανση μη γνησιότητας μιας λέξης ή ενός χωρίου νεοελλ. σούβλισμα, πέρασμα σφαγμένου ζώου στη σούβλα για ψήσιμο … Dictionary of Greek
ὀβελισμοῦ — ὀβελισμός marking with the obelus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελισμούς — ὀβελισμός marking with the obelus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελισμόν — ὀβελισμός marking with the obelus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)